ἐκφοιτάω

Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Ion. ἐκφοιτ-έω, A go out constantly, be in the habit of going out, ἐπὶ θήρην Hdt.4.116; simply, go out, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Id.3.68, cf. E.El.320. 2 of things, to be spread abroad, λόγοι παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων Plu.Lyc.3. 3 ἐ. εἰς μανίαν to end in madness, Ael.NA 11.32. 4 issue, κἂν μήπω τέλειον αὐτῆς ἐκφοιτήση τὸ γέννημα, prob. for ἐμφ., Ph.1.105.

Spanish (DGE)

I intr.
1 iter. ir y venir, soler ir c. compl. de direcc. ἐπὶ θήρην ἐπ' ἵππων ἐκφοιτῶσαι Hdt.4.116, ἐς ταὐτὰ βαίνων ἅρματ' ἐκφοιτᾷ πατρί suele ir montando en el mismo carro de mi padre E.El.320
de apariciones divinas μόνος γὰρ τῶν ἱερῶν φασμάτων ἐξεφοίτησεν ἐν τῷ κινδύνῳ τῷ Μηδικῷ Aristid.Or.41.10, συνιούσης τῆς ναυμαχίας ἐξεφοίτα Aristid.Or.22.6, cf. Ph.1.105.
2 salir c. giro prep. de gen. salir de, dejar ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Hdt.3.68, ἐκ τῶν οἰκιῶν Paus.2.18.4
sólo c. gen. τῆς σχολῆς ἐκφοιτήσας habiendo dejado la escuela Epicur.[1] 6, πάντες ὅσοι τῶν πόλεων ἐκφοιτήσαντες Ast.Am.Hom.3.1.1
fig., c. εἰς y ac. ponerse, volverse de determinada manera ἔς τε ὀρθὴν μανίαν ... ἐκφοιτᾷ y se puso en un estado de auténtica locura Ael.NA 11.32.
3 ref. palabras extenderse, divulgarse, difundirse λόγοι παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων Plu.Lyc.3, τοσοῦτον κλέος τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτησεν Eun.VS 466, ταῦτ' ἐς τοὺς πολεμίους μέλλοντα ἐκφοιτήσειν D.C.38.35.3, cf. 39.10.3, λόγιον παλαιὸν ... ἐκφοιτῆσαν Aristid.Quint.132.4, τὰς δίκας τὰς πρὸς ἀλλήλους οὐκ ἄλλοσέ ποι ἐκφοιτᾶν εἴα no dejaba que los pleitos entre unos y otros se divulgaran fuera Philostr.VS 532.
II tr. difundir, divulgar τὰ τῶν Σαμοθρᾴκων ὄργια Ael.Fr.48.

German (Pape)

[Seite 786] herausgehen, weggehen; Eur. El. 320; Her. 3, 68; ἐπί τι, 4, 116 u. Sp.; παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι, wurden von ihr verbreitet, Plut. Lyc. 3; εἰς μανίαν, hineingerathen, Ael. H. A. 11, 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 sortir fréquemment : ἐπὶ θήρην HDT pour aller à la chasse ; p. ext. sortir ; fig. ἐκφ. εἰς μανίαν ÉL tomber en démence;
2 en parl. de choses (de bruits, de rumeurs, etc.) se répandre, se divulguer.
Étymologie: ἐκ, φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφοιτάω: ион. ἐκφοιτέω
1) часто выходить, уходить, уезжать (ἐπὶ θήρην и ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Her.; ἐς ἅρματα βαίνων ἐκφοιτᾷ Eur.);
2) (о слухах, вестях и т. п.) распространяться, расходиться (οὗτοςλόγος ἐξεφοίτησεν εἰς τοὺς Ἓλληνας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφοιτάω: Ἰων. -έω, ἐξέρχομαι συνεχῶς, συνηθίζω νὰ ἐξέρχωμαι, ἐπὶ θήρην Ἡρόδ. 4. 116˙ ἁπλῶς, ἐξέρχομαι, ὁ αὐτ. 3. 68, Εὐρ. Ἠλ. 320. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διαδίδομαι, κοινολογοῦμαι, παρὰ τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτων λόγοι Πλουτ. Λυκ. 3˙ ὡσαύτως, ἔς τε ὀρθὴν μανίαν καὶ ὡς τὰ μάλιστα ἰσχυρὰν ἐκφοιτᾷ, καταντᾷ, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.

Greek Monotonic

ἐκφοιτάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω,
1. βγαίνω έξω συνεχώς, έχω τη συνήθεια να βγαίνω έξω, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, διαδίδομαι, γίνομαι αντικείμενο εμπορίου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
1. to go out constantly, be in the habit of going out, Hdt., Eur.
2. of things, to be spread abroad, Plut.