διακωχή
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
v. διοκωχή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
interrupción τριβὴ ... καὶ δ. D.C.Epit.9.14.4, cf. Sud.; cf. διοκωχή.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, = ἀνακωχή, Stillstand, Nachlassen, z. B. der Pest, Thuc . 3, 87; – Waffenstillstand, D. Cass. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 relâche, répit;
2 trêve.
Étymologie: διά, ἔχω avec redoubl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακωχή -ῆς, ἡ zie διοκωχή.
Russian (Dvoretsky)
διακωχή: v.l. διοκωχή ἡ Thuc. = ἀνακωχή.
Greek Monotonic
διακωχή: βλ. διοκωχή.
Greek (Liddell-Scott)
διακωχή: ἴδε ἐν λ. διοκωχή.
Middle Liddell
n = διοκωχή