ῥινόν

From LSJ
Revision as of 18:57, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόν Medium diacritics: ῥινόν Low diacritics: ρινόν Capitals: ΡΙΝΟΝ
Transliteration A: rhinón Transliteration B: rhinon Transliteration C: rinon Beta Code: r(ino/n

English (LSJ)

τό,= A ῥινός 11.1, hide, Il.10.155, AP9.328 (Damostr.). 2 = ῥινός 11.2, shield, Od.5.281, v. Sch.

German (Pape)

[Seite 844] τό, = ῥινός 3, der Schild, Od. 5, 281, s. unten.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 peau, cuir;
2 bouclier.
Étymologie: ῥινός.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνόν: τό
1 кожа, шкура (βοός Hom.);
2 щит Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόν: τό, = ῥινὸς ΙΙ, 1, δέρμα, Ἰλ. Κ. 155, Ἀνθ. Π. 9. 328. 2) = ῥινὸς ΙΙ, 2, ἀσπίς, Ὀδ. Ε. 281, ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. δέρμα
2. ασπίδα από δέρμα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός () «δέρμα», με αλλαγή γένους, κατά τα ουδ.].

Greek Monotonic

ῥῑνόν: τό,
1. = ῥινός II. ακατέργαστο δέρμα ζώου, δορά, προβιά, δέρμα, τομάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. = ῥινός II. 2, ασπίδα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ῥῑνόν, οῦ, = ῥινός II. 1]
1. a hide, Il.
2. = ῥινός II. 2, a shield, Od.