βροχίς
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of βρόχος, Opp.H.3.595; of a spider's A web, AP9.372 (pl.). II (βρέχω) ink-horn, ib.6.295 (Phan.). III a measure of length, IG12(3).1232.10 (Melos).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
lazo para cazar, Opp.C.2.308, AP 9.76 (Antip.Sid.)
•red para pescar, Opp.H.3.595, Hld.5.18.4, λύσας δ' ἐκ βροχίδων de una telaraña AP 9.372, cf. βρόχος.
-ίδος, ἡ
vasija εὐμέλανος β. tintero, AP 6.295 (Phan.)
•prob. de una urna funeraria IG 12(3).1232.10 (Melos, imper.).
• Etimología: v. βρέχω.
German (Pape)
[Seite 465] ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
écritoire.
Étymologie: βρέχω.
2ίδος (ἡ) :
1 petit lacet à nœud coulant;
2 filet de pêche.
Étymologie: βρόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροχίς -ίδος, ἡ βροχή inktpot (gemaakt van een hoorn).
Russian (Dvoretsky)
βροχίς: ίδος ἡ βρέχω чернильница Anth.
ίδος ἡ βρόχος небольшая петля Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βροχίς: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Ἀνθ. II. 9. 372. ΙΙ. (βρέχω) μελανοδοχεῖον (ἐκ κέρατος), Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙΙ. μέτρον τι μήκους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2439c.
Greek Monolingual
(I)
βροχίς, η (AM) βρόχος
παγίδα
αρχ.
ο ιστός της αράχνης.
(II)
βροχίς, η (Α) βροχή
μελανοδοχείο.
Greek Monotonic
βροχίς: ἡ,
I. υποκορ. του βρόχος, σε Ανθ.
II. (βρέχω), κεράτινο μελανοδοχείο, στο ίδ.