ἀνάδοσις
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀναδίδωμι intr.) A sprouting, of plants, Thphr.CP 2.1.4; bursting, issuing forth, of fire, wind, water, Arist.Mu.395a9, D.S.2.12, J.BJ7.6.3; exhalation, Plu.2.31e. 2 sending up, presentation of names, ἀναδόσεις λειτουργῶν POxy.82.2 (iii A. D.). II (trans.) distribution, Posidon.17; τῶν ὄντων J.Ap.2.39. 2 of food, distribution, assimilation, Plb.3.57.8, Phld.D.3.13 (sg. and pl.), Plu.2.654a, Gal.Nat.Fac.1.2, Jul.Ep.180; πέψις καὶ ἀνάδοσις Muson.Fr.18 B p.103H., Porph.Abst.1.45: metaph., digestion of knowledge, Plu. Per.2. III Gramm., ἀνάδοσις τόνου = throwing back of the accent, EM 549.30.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἀναδω- PZen.Col.89.6 (III a.C.)
I 1emisión, expulsión hacia arriba de aire ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος Arist.Mu.395a9, cf. Cleanth.Stoic.1.121
•germinación ref. a las plantas, Thphr.CP 2.1.4
•acción de emerger de islas, Luc.Salt.50
•emisión de gases ἀνάδοσις τῷ μὲν μεγέθει βραχεῖα, δύναμιν δὲ θαυμάσιον ἔχουσα D.S.2.12
•chorro, surtidor ψυχρῶν ὑδάτων I.BI 7.187.
2 distribución, reparto c. gen. ὁλομελῶν βρωμάτων Posidon.72a, τῶν ὄντων distribución de los bienes I.Ap.2.283, τῶν λειτουργῶν POxy.82.2 (III a.C.), σπερμάτων POxy.1031.5 (III a.C.), SB 9358.4 (III a.C.), ἄρτων POxy.2941.9 (II/III a.C.), τῶν χρυσέων κοσμίων SB 9763.15 (V a.C.)
•c. gen. obj. o dat. aprovisionamiento τῶν στρατιωτῶν PZen.Col.89.6 (III a.C.), cf. PCair.Zen.59441.2 (III a.C.), τοῖς γενναιοτάτοις στρατιώταις PWisc.3.16 (III a.C.).
3 distribución, asimilación de los alimentos en el cuerpo, Plb.3.57.8, Plu.2.654a, Phld.D.3.13.9, Porph.Abst.1.45, Muson.18B (p.118.25), Gal.2.7.
II 1gram. retrotracción τοῦ τόνου EM 549.30G., 631.44G.
2 restauración Eus.LC 7.
III fig. impulso ἀνάδοσις κινοῦσα προθυμίαν Plu.Per.2.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, das Herausgeben, Hervorbringen von Früchten, Hervorströmenlassen, von Quellen, Winden, Arist. mund. 4, 16; die mitgetheilte Empfindung ist es wohl Plut. Pericl 2; Vertheilung unter Mehrere; das Verdauen, τροφῆς, Pol. 3, 57; Dion. Hal. 10, 53.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. (ἀνά, en haut);
1 exhalaison;
2 fig. action de s'adonner à ; désir ardent;
II. (ἀνά, par, à travers) distribution de la nourriture dans le corps, digestion.
Étymologie: ἀναδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδοσις: εως ἡ
1 выделение, выход наружу (sc. τοῦ πνεύματος Arst.; πηγῆς Diod.; ἀέρος Plut.);
2 физиол. усваивание (пищи), переваривание (τροφῆς Polyb., Plut.);
3 врожденное влечение, призвание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδοσις: -εως, ἡ, (ἀναδίδωμι ἀμετάβ.) ἀνάπτυξις, αὔξησις, οἷον τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 4: - ἔκρηξις, ἐξόρμησις, οἷον πυρός, ἀνέμου ἢ ὕδατος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 16, Διόδ. 2. 12· ἔμπνευσις, Πλουτ. Περικλ. 2. ΙΙ. μεταβ. διανομή, οἷον βρωμάτων κατὰ τὸ δεῖπνον, Ἀθήν. 210Ε. 2) ἐπὶ τροφῆς, πέψις, Πολύβ. 3, 57, 8, Πλούτ. 2. 654Α: μεταφρ., χώνευσις γνώσεως, ὁ αὐτ. Περικλ. 2. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἀναβίβασις τοῦ τόνου, ἴδε ἀναδίδωμι IV. 2.
Greek Monotonic
ἀνάδοσις: -εως, ἡ (ἀναδίδωμι), ανάπτυξη, αύξηση, σε Πολύβ.· μεταφ. λέγεται για γνώση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναδίδωμι
a distribution: digestion, Polyb.: metaph. of knowledge, Plut.