αἰγλήεις
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
εσσα, εν, dazzling, radiant, in Hom. always αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il.1.532, Od.20.103; Κλάρος αἰγλήεσσα h.Ap.40; πῶλοι αἰ. h.Hom.32.9: neut. as adverb, αἰγλῆεν στίλβουσι ib.31.11:—Dor. αἰγλάεις, contr. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν… θυσάνῳ Pi.P.4.231; αἰγλᾶντα κόσμον ib.2.10; αἰγλᾶντα σώματα E.Andr.285 (lyr.).
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dor. αἰγλάεις Pi.Pi.2.10, 4.231; contr. αἰγλᾶς Alcm.3.66, E.Andr.285; lacon. Αἰγλάηρ Hsch.
brillante Ὄλυμπος Il.1.532, 13.243, Od.20.103, Hes.Fr.Sel.10a.89, Luc.Dom.9, del Sol h.Hom.31.11, de los caballos de la luna h.Hom.32.9, αἰγλά[ε] ντος ... ὠρανῶ Alcm.3.66, cf. A.R.4.615, Orph.Fr.243.12, πόντος B.Fr.20B.14, χρυσός Lyr.Adesp.9, κόσμος Pi.P.2.10, κῶας Pi.P.4.231
•resplandeciente de los dioses αἰγλήεντα σώματα E.Andr.285, de Claro consagrada a Apolo h.Ap.40, Ἠώς A.R.1.519, ἀνάκτορον IG 22.3709.10 (III d.C.), como epít. de Asclepio, Hsch., de objetos o miembros divinos ἱμάσθλη Nonn.D.38.302, πόδες Nonn.D.41.233.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: αἴγλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγλήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. αἰγλᾱ́εις, contr. αἰγλᾶς αἴγλη stralend, schitterend.
Russian (Dvoretsky)
αἰγλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. αἰγλάεις, άεσσα, ᾶεν (λᾱ), стяж. αἰγλᾶς блистающий, сияющий, лучезарный (Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλήεις: εσσα, εν, λάμπων, ἀκτινοβολλῶν· παρ’ Ὁμήρω πάντοτε αἰγλήεντος Ὀλύμπου, Ἰλ. Α. 532, Ὀδ. Υ. 103· οὕτω Κλάρος αἰγλήεσσα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 40· πῶλοι αἰγλ., Ὕμ. Ὁμ. 32. 9· οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 31. 11: - Δωρ. αἰγλάεις, συνῃρ. αἰγλᾶς, κῶας αἰγλᾶεν... θυσάνῳ, Πινδ. Π. 4, 411· αἰγλᾶντα κόσμον, αὐτόθι 2. 19· αἰγλᾶντα σώματα, Εὐρ. Ἀνδρ. 286 (λυρ.).
English (Autenrieth)
radiant, resplendent, epithet of Olympus.
Greek Monotonic
αἰγλήεις: -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[from αἴγλη
dazzling, radiant, lustrous, Hom.
Léxico de magia
-εν resplandeciente de Helios χαῖρε, ..., Ἠέλιε ... οὐρανοφοῖτα, αἰγλήεις te saludo, Helios, que frecuentas el cielo, resplandeciente P II 89
German (Pape)
εσσα, εν, glänzend, Hom. dreimal, ἀπ' αἰγλήεντος Ὀλύμπου Il. 1.532, 13.243, Od. 20.103; – Pind. αἰγλᾶντα κόσμον P. 2.10, κῶας αἰγλᾶεν 4.231; Eos Qu.Sm. 1.826.