περιναιέτης
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ου, ὁ, one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.
German (Pape)
[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιναιέτης -ου, ὁ [περιναίω] omwonende.
Russian (Dvoretsky)
περιναιέτης: ου ὁ окрестный житель, сосед Hom.
English (Autenrieth)
neighbor, pl., Il. 24.488†.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.
Greek Monotonic
περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Middle Liddell
περι-ναιέτης, ου, ὁ, ναίω
one of those who dwell round, a neighbour, Il.