δειλακρίων

From LSJ
Revision as of 20:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλακρίων Medium diacritics: δειλακρίων Low diacritics: δειλακρίων Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΙΩΝ
Transliteration A: deilakríōn Transliteration B: deilakriōn Transliteration C: deilakrion Beta Code: deilakri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.Pax193, Av.143.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
desgraciado ὦ δ., πῶς ἦλθες Ar.Pax 193, ὦ δ. σύ Ar.Au.143.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Memme, Jammermensch, Ar. Av. 143 Pax 193.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
pauvre malheureux.
Étymologie: δείλακρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.

Russian (Dvoretsky)

δειλακρίων: ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.

Greek Monolingual

δειλακρίων, ο (Α) δείλακρος
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος
2. (με συμπάθεια) κακομοίρης.

Greek Monotonic

δειλακρίων: -ωνος, ὁ (δειλός), φοβιτσιάρης, άνανδρος· συνήθως όμως με σημασία συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δειλακρίων: -ωνος, ὁ, δειλός· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.

Middle Liddell

δειλός
a coward: commonly with a coaxing sense, poor fellow! Ar.