πρώταρχος

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώταρχος Medium diacritics: πρώταρχος Low diacritics: πρώταρχος Capitals: ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: prṓtarchos Transliteration B: prōtarchos Transliteration C: protarchos Beta Code: prw/tarxos

English (LSJ)

ον, primal, ἄτη A.Ag.1192.

German (Pape)

[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque le commencement d'une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρώταρχος -ον [πρῶτος, ἄρχω] oorspronkelijk:. π. ἄτη oorspronkelijke misdaad Aeschl. Ag. 1192.

Russian (Dvoretsky)

πρώταρχος: первоначальный (ἄτη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρώτ-αρχος, ὁ,
first-beginning, primal, πρ. ἄτα Aesch.