περιποτάομαι

From LSJ
Revision as of 21:24, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποτάομαι Medium diacritics: περιποτάομαι Low diacritics: περιποτάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: peripotáomai Transliteration B: peripotaomai Transliteration C: peripotaomai Beta Code: peripota/omai

English (LSJ)

poet. for περιπέτομαι, hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.

German (Pape)

[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ποτάομαι vliegen rondom.

Russian (Dvoretsky)

περιποτάομαι: летать вокруг, облетать (τι Soph.).

Greek Monotonic

περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.

Middle Liddell

poet. for -πέτομαι
to hover about, Soph.