αἰπός

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπός Medium diacritics: αἰπός Low diacritics: αιπός Capitals: ΑΙΠΟΣ
Transliteration A: aipós Transliteration B: aipos Transliteration C: aipos Beta Code: ai)po/s

English (LSJ)

ή, όν, high, lofty, of cities, Il.13.625, al.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.8.369, Hes.Oxy.1358.2.23: αἰπόν, τό, dub. in Ath.Mitt.31.138 (Athens).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 construido en un alto de ciudades Il.13.625, Od.8.516, Τυμφρηστός Euph.140.
2 que se precipita desde lo alto ῥέεθρα Il.21.9, Hes.Fr.150.23, A.R.1.927.
3 subst. τὸ αἰ. dud. suelo escarpado, irregular, IG 22.1665.7 (IV a.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 escarpé, situé sur une hauteur;
2 difficile à franchir (torrent).
Étymologie: αἰπύς.

Russian (Dvoretsky)

αἰπός:
1 высокий (πόλις Hom.);
2 свергающийся с высоты (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰπός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ αἰπύς, = ὑψηλός, ἐπηρμένος, περὶ πόλεων, Ἰλ. Ν. 625., καὶ ἀλλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ῥεῖθρα καταπίπτοντα καθέτως ἀφ’ ὑψηλοῦ, Ἰλ. Θ. 369. Φ. 9.

Greek Monotonic

αἰπός: -ή, -όν, Επικ. αντί αἰπύς, υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από ψηλά, στο ίδ.

Middle Liddell

[epic for αἰπύς,]
high, lofty, of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.

Léxico de magia

-όν alto, arrogante de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή a ti te suplico, astuta y arrogante P IV 2266 (cj. Pr.)

German (Pape)

ή, όν, hoch, = αἰπύς, Hom. nur αἰπὰ ῥέεθρα Il. 8.369, 21.9, πόλιν αἰπήν Il. 13.625, Od. 3.130, 8.516, 13.816; – Alex.D.