εἰσόδιος

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσόδιος Medium diacritics: εἰσόδιος Low diacritics: εισόδιος Capitals: ΕΙΣΟΔΙΟΣ
Transliteration A: eisódios Transliteration B: eisodios Transliteration C: eisodios Beta Code: ei)so/dios

English (LSJ)

ον (α, ον D.H.11.29),
A going in or coming in, Suid., Zonar.: εἰσόδιοι, οἱ, visitors, Antip. ap. Stob.4.22.103 (s.v.l.), cf. D.H. l.c.: εἰσόδιον, τό, income, revenue, PPetr.2p.54 (iii B.C.): pl., PHib.1.116 (iii B.C., εἰσόδεια Pap.), Thd.Da.11.13.
II εἰσόδιον, τό, introduction to a speech, Aristid. 2.321 J.

Spanish (DGE)

-α, -ον
A 1relativo a la entrada ἔργα SEG 30.156.8 (Atenas III d.C.), ὑπὸ τοῦ εἰσοδίου δαίμονος por el dios que preside la entrada Iren.Lugd.Haer.2.33.2, ἄνθος εἰσόδιον flores para celebrar la entrada ref. a la costumbre de esparcir flores para celebrar la llegada de alguien, Gr.Naz.M.35.1113C, λόγος εἰ. discurso inaugural Sud.s.u. εἰσιτήριος.
2 que entra de visita, visitante διὰ γειτόνων καὶ τῶν ἄλλων εἰσοδίων Antip.Stoic.3.254 (cód.), ταύτην ... εἰσοδίαν οὖσαν a ésta que estaba de visita D.H.11.29.
B subst. τὸ εἰ.
I econ.
1 ingresos, PPetr.2.16.4 (III a.C.), gener. en plu. PHib.116 introd. (III a.C.), OMich.1031 (II d.C.), λόγος εἰσοδίων προσφορᾶς εἰς τὴν μονήν PNess.79.25, cf. 44, 56 (VII d.C.), εἰσόδια· πρόσοδοι. ἀναλώματα Hsch.
2 cuota de ingreso en una asociación ID 1521.17 (II a.C.), en el gimnasio SEG 8.641.8 (Egipto II/I a.C.).
II 1entrada, acción de entrar Thdt.Da.11.13.
2 τὸ εἰ., ὁ εἰ. umbral, entrada a una casa, Gr.Nyss.Hom. in Eccl.322.17, 326.10.
III lit. proemio ἀκούσαντες ... ὅσον εἰσόδιον escuchando sólo el proemio Aristid.Or.4.22.

German (Pape)

[Seite 744] den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰσόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰσόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσόδιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων δικαίωμα εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM εἰσόδιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια
τα Εισόδια της Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν της εισόδου, της αφιερώσεως της Παναγίας στον ναό
3. το ουδ. εν. ως ουσ. το εισόδιο(-ν)
ο πρόλογος, το προοίμιο
μσν.
1. ανάληψη αξιώματος
2. εγκώμιο
αρχ.
1. εισόδημα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εἰσόδιοι
οι επισκέπτες.