προδιαλύω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6. 2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462. 3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586. 4 mitigate first, Gal.14.693. 5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.
German (Pape)
[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.
French (Bailly abrégé)
1 dissoudre d'abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλύω:
1 ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2 ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.
Greek Monolingual
Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.