ἀντιπαρέχω

From LSJ
Revision as of 14:31, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέχω Medium diacritics: ἀντιπαρέχω Low diacritics: αντιπαρέχω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: antiparéchō Transliteration B: antiparechō Transliteration C: antiparecho Beta Code: a)ntipare/xw

English (LSJ)

A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.). 2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.

Spanish (DGE)

1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).

French (Bailly abrégé)

1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρέχω: тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.

Greek Monolingual

ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιπαρέχω: μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.

Middle Liddell


to supply in turn, Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to cause trouble in return, Dem.