ἕκατι

From LSJ
Revision as of 11:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκᾱτι Medium diacritics: ἕκατι Low diacritics: έκατι Capitals: ΕΚΑΤΙ
Transliteration A: hékati Transliteration B: hekati Transliteration C: ekati Beta Code: e(/kati

English (LSJ)

Dor. and Trag. for ἕκητι (q.v.), Pi.O.4.10, E.Or.26, etc.

Spanish (DGE)

v. ἕκητι.

German (Pape)

[Seite 752] dor. u. att. = ἕκητι, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

1 par la volonté de : Ἀπόλλωνος, Διὸς … ἕκητι OD par la volonté ou avec l'aide d’Apollon, de Zeus;
2 à cause de : ἀρετῆς ἕκατι SOPH à cause de sa force;
3 quant à, en ce qui regarde, gén..
Étymologie: R. Ϝεκ vouloir ; cf. ἑκών ; lat. vic- de invitus p. *in-vic-tus.

Russian (Dvoretsky)

ἕκᾱτι: дор.-атт. = ἕκητι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκᾱτι: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἕκητι, Πόρσων εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 26.

English (Slater)

ἕκᾱτι (
   1 ϝεκ- (O. 14.20), (I. 5.2) coni.: follows or precedes the noun it governs: cf. Leumann, Homerische Wörter, 255f.) prep. c. gen. because of, thanks to
   a of gods. Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (O. 4.9) οὕνεκ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι i. e. because of Thalia, representing the Graces (O. 14.20) σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.15) ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος (I. 4.1) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι for Aigina's sake (N. 4.22) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι codd.) (I. 5.2) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (I. 5.29) ]Κλεὸς ἕκατι[ Πα. 7A. 7 = fr. 308 Schr. ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (Wil., Hermann: δεκατιτας codd. Athenaei) fr. 123. 10.
   b of specific excellences. τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν (P. 10.58) ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (N. 8.47) ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι σαόφρονος (Pae. 9.46)

Greek Monolingual

ἕκατι (δωρ. τ.) (Α)
(αντί ἕκητι) ένεκα.

Greek Monotonic

ἕκᾱτι: Δωρ. και Αττ. αντί ἕκητι.

English (Woodhouse)

as for, for the sake of, in consequence of, on account of, on behalf of, through the agency of, through the instrumentality of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)