ἐναβρύνομαι

From LSJ
Revision as of 19:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναβρύνομαι Medium diacritics: ἐναβρύνομαι Low diacritics: εναβρύνομαι Capitals: ΕΝΑΒΡΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: enabrýnomai Transliteration B: enabrynomai Transliteration C: enavrynomai Beta Code: e)nabru/nomai

English (LSJ)

fut. A -αβρῠνοῦμαι App.BC4.68:—pride oneself on, c. dat., D.H.Dem.5, App.l.c., etc.; Χώρα ἐ. ὕδασιν Procop.Goth.4.20. 2 to be effeminate in dress, Luc.Salt.2, D.C.43.43.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en v. act. Eust.1837.11, EM 337.12G.; fut. contr. ἐναβρυνεῖσθαι App.BC 4.68 ]
enorgullecerse de, alardear de, gloriarse de s. cont., Alc.306(h).6, gener. c. dat. de cosa y abstr. Γοργιείοις ... ἐναβρύνεται de los gorgianismos se enorgullece el estilo de Platón, D.H.Dem.5.6, τοῖς ἀπροσδοκήτοις ἀγαθοῖς Ph.2.298, τοῖς κατορθώμασιν Charito 8.1.17, ἐλπίζων ... τούτοις ... ἐναβρυνεῖσθαι App.l.c., τοῖς μαρμαρίνοις ... οἴκοις Gr.Nyss.Bas.132.14, τῇ τῶν λόγων στροφῇ Basil.M.29.516C, ὡς τὰ μέγιστα κατορθοῦντες Ephr.Syr.3.283B
fig. ῥητορικῆς γὰρ τὸ τοιόνδε σκέμμα ἐναβρύνεσθαι τῇ μακρᾷ διηγήσει tan gran problema de la retórica se jacta de una gran explicación Seuer.Clyst.p.43, ὕδασιν ἡ χώρα ἐναβρυνομένη Procop.Goth.4.20.45
c. dat. de pers. y ἐπί c. dat. presumir, alardear de τοῖς ἀνθρώποις ἐναβρύνεσθαι ἐπ' εὐσεβείᾳ hacer alarde de piedad ante los hombres Origenes Or.19.2
c. dat. de cosa pavonearse, presumir ref. al vestir ἐσθῆσι μαλακαῖς ... ἐναβρυνόμενον Luc.Salt.2, cf. D.C.43.43.2.

German (Pape)

[Seite 824] sich mit Etwas zieren od. brüsten, prahlen, τινί, D. Hal. u. a. Sp.; ἐσθῆσι καὶ ᾄσμασιν Luc. salt. 2; App. B. Civ. 4, 68.

French (Bailly abrégé)

tirer vanité de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἁβρύνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐναβρύνομαι: красоваться, кичиться (ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναβρύνομαι: ὑπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, μεγαλοφρονῶ, «καμαρώνω», τινὶ Δίων Κ. 43. 43, Λουκ. π. Ὀρχ. 2, κλπ.

Greek Monolingual

(AM ἐναβρύνομαι)
υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.
1. (απολ.) κορδώνομαι
2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι
3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι
4. έχω κάτι για καύχημαχώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.).

Greek Monotonic

ἐναβρύνομαι: Παθ., περηφανεύομαι, επαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι, τινι, σε Λουκ.

Middle Liddell


Pass. to be conceited in or of a thing, τινι Luc.