ἐκκλύζω
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
fut. -ύσω M.Ant.8.51:—A wash out, wash away, τὴν βαφήν Pl.R.430a; τὸν ῥύπον Luc.Vit.Auct.3:—in Pass., Hp.Loc. Hom.13; ἐ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8; restored in ib.1.7; to be washed ashore, εἰς τὸ ξηρόν Arist.HA525a23. 2 wash thoroughly, σῶμα Plu.Sull.36:—Med., Diocl.Fr.141. II intr., stream out, Apollod.1.6.3 (nisi leg. -έβλυσεν).
Spanish (DGE)
I tr.
1 eliminar lavando τὴν βαφήν Pl.R.430a
•medic. limpiar completamente, evacuar del todo líquidos nocivos ἐπὴν δ' ἐκκλύσῃς (τὸ πύον) Hp.Morb.2.32, en v. pas. (τὸ ἔμπυον) ξηραινόμενον ... οὐκ ἐκκλυζόμενον (el pus concentrado) una vez seco no es evacuado Hp.Loc.Hom.14, ὅπως ... ἐκκλυσθῇ τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.13, cf. Arist.HA 630a7
•fig. τὸν ἐπ' αὐτῇ (τῇ ψυχῇ) ῥύπον ἐκκλύσας Luc.Vit.Auct.3
•eliminar mojando τὸ ὕδωρ ... ἐκκλύζει ... καὶ σβέννυσι τὴν θερμότητα Arist.Pr.906b28
•arrojar, evacuar ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8.
2 c. ac. de la parte lavar, enjuagar τὸ οὖς Hp.Morb.2.14, τὸ σῶμα Plu.Sull.36, ἐκτρίψει αὐτὸ (σκεῦος) καὶ ἐκκλύσει ὕδατι fregará y enjuagará el vaso con agua LXX Le.6.21, en v. pas. ὡς ὑγρότεροι οἱ ὀφθαλμοὶ γένωνται καὶ ἐκκεκλυσμένοι Hp.Loc.Hom.13, cf. Cleopatra en Gal.12.492.
3 suj. el agua llevarse, arrastrar αὐτὰ καὶ ἐκκλύσει un torrente, M.Ant.8.51, en v. pas. οὗτος ... ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεται εἰς τὸ ξερόν el cefalópodo nautilo, Arist.HA 525a23, ἐξεκλύσθη χῶμα μου mi dique fue arrastrado por las aguas, SB 13840.4 (III a.C.), cf. Str.5.1.7, Lyc.1156
•fig. κἀγὼ ... μέμψιν ἐκκλύσω καθάπερ ψῆφον y yo eliminaré la censura como si fuera un guijarro arrojado por el mar, Sch.Pi.O.10.13a.
II intr.
1 en v. med. lavarse ψυχρῷ (ὕδατι) μετρίως ἐκκλύζεσθαι Diocl.Fr.141.
2 manar πολὺ ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐξέκλυσεν αἷμα Apollod.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 763] ausspülen, auswaschen; ῥύμματα Plat. Rep. IV, 430 a; τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Strab. 5, 3, 8. – Auch intr., ausströmen, Apolld. 1, 6, 3.
French (Bailly abrégé)
effacer en lavant, laver.
Étymologie: ἐκ, κλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλύζω: споласкивать, смывать (τὰ ῥύμματα Plat.; ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλύζω: μέλλ. -ύσω, ἐκπλύνω, διὰ πλύσεως ἀφαιρῶ, Λατ. eluo, τὴν βαφὴν Πλάτ. Πολ. 430Α· ― ἐκκλ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Στράβων 235· ― καὶ διορθωθὲν ἐν 213, ἀντὶ εἰσκλ-: Παθ., Ἱππ. 414, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκρέω ἀφθόνως, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.
Greek Monolingual
ἐκκλύζω (Α)
1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω
2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες
3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά
4. ρέω άφθονα.
Greek Monotonic
ἐκκλύζω: μέλ. -ύσω, ξεπλένω λεκέδες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ύσω
to wash out stains, Plat.