εὐφίλητος

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλητος Medium diacritics: εὐφίλητος Low diacritics: ευφίλητος Capitals: ΕΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euphílētos Transliteration B: euphilētos Transliteration C: effilitos Beta Code: eu)fi/lhtos

English (LSJ)

η, ον, wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

German (Pape)

vielgeliebt, πόλιν εὐφιλήταν ἔθου Aesch. Spt. 107.

Russian (Dvoretsky)

εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.

Greek Monolingual

εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].

Greek Monotonic

εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-φίλητος, η, ον φιλέω
well-beloved, Aesch.