μελάνοστος

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνοστος Medium diacritics: μελάνοστος Low diacritics: μελάνοστος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: melánostos Transliteration B: melanostos Transliteration C: melanostos Beta Code: mela/nostos

English (LSJ)

ον, for μελᾰν-όστεος, black-boned, αἰετοῦ… μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.

German (Pape)

[Seite 120] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux os noirs.
Étymologie: μέλας, ὀστόν.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοστος: -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου (ὄσσε), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε μελάμπυγος ΙΙ, πύγαργος ΙΙ· πρβλ. ὡσαύτως μελανάετος.

Greek Monolingual

μελάνοστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῦ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀστέον.

Greek Monotonic

μελάνοστος: -ον, αντί μελᾰν-όστεος, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μελάν-οστος, ον [for μελᾰνόστεος]
black-boned, Il.