ἀλουσία

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλουσία Medium diacritics: ἀλουσία Low diacritics: αλουσία Capitals: ΑΛΟΥΣΙΑ
Transliteration A: alousía Transliteration B: alousia Transliteration C: alousia Beta Code: a)lousi/a

English (LSJ)

ἡ, being unwashed, Hp.de Arte 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι . . συμπεπτωκώς Hdt. 3.52, cf. Hp.Morb.2.71.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 falta de bañocomo prescripción médica λούτροισιν ἢ ἀλουσίῃ con baños o sin ellos Hp.de Arte 5, δωδεκάτῃ δὲ τοῦ μηνὸς ἀλουσίαν προστάττει ὁ θεός Aristid.1.274, ἐκ τῆς ἀλουσίας αἰσθάνομαι καὶ δριμὺ ὀ[σ] δομένου τοῦ σώματος PSI 297.3 (V a.C.)
como práctica ascética ἀλουσίαν οὐ φέρω Chrys.M.50.433, cf. Eus.Alex.Serm.M.86.440D, Ephr.Syr.3.425F.
2 desaseo, desaliño ἀλουσίῃσί τε καὶ ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα Hdt.3.52, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197, cf. ἀλουτία.

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut de propreté de celui qui ne se lave pas.
Étymologie: ἄλουτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλουσία: ион. ἀλουσίη ἡ тж. pl. не(у)мытость Eur., Diog. L.: ἀλουσίῃσι συμπεπτωκώς Her. (давно) немытый, неопрятный.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλουσία: ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ ἀπλυσία, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - ὡσαύτως ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

(I)
και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία)
το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].
(II)
και αλουσά, η
κατασταλαχτό νερό της μπουγάδας, αλισίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ἀλισιά < βενετ. lissia (ιταλ. lisciva) λατ. lixiva (aqua), «στακτόν ύδωρ». Το -ου- κατά το έλουσα, παρετυμολογικά].

Greek Monotonic

ἀλουσία: ἡ, μη λούσιμο, απλυσιά, έλλειψη καθαριότητας, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

[From ἄλουτος
a being unwashen, want of the bath, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

squalor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)