χητοσύνη

From LSJ
Revision as of 16:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χητοσύνη Medium diacritics: χητοσύνη Low diacritics: χητοσύνη Capitals: ΧΗΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chētosýnē Transliteration B: chētosynē Transliteration C: chitosyni Beta Code: xhtosu/nh

English (LSJ)

ἡ, desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.

Russian (Dvoretsky)

χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.