ἀμετάπτωτος
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ον, A unchanging, unchangeable, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀ. Pl.Ti.29b; ἐπιστήμη Arist.Top.139b33; ἡ ἀρετή Id.MM 1209b13, Stoic.1.50, etc.; κατάληψις ἀ. ὑπὸ λόγου Zenoib.1.20; πίστεις Phld.Rh.1.378S. (Sup.). b not losing its power, of medicine, Gal.12.422. II of persons, Plu.2.659f. Adv. -τως Id.Dio 14, cf. Phld.Rh.1.158S., Polystr.p.29W.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalterable, invariable, firme, estable frec. acompañado de cuasisinónimos (λόγοι) μόνιμοι καὶ ἀ. Pl.Ti.29b, λόγον ... βέβαιον καὶ ἀ. Zeno Stoic.1.50, ἀρετή Arist.MM 1209b13, φιλία Arist.MM 1209b14, (τὸν φίλον) ἀ. καὶ βέβαιον Plu.2.659f, (δόξα) μόνιμος καὶ ἀ. Plu.Tim.6, (κρίσις) βέβαιος ... καὶ ἀ. Plu.Fab.5, cf. τὸ ἀμετάπτωτον ἐν ταῖς κρίσεσι καὶ βέβαιον Plu.2.1061e, στάσιμόν τι ζητεῖ καὶ βέβαιον ἦθος καὶ ἀ. Plu.2.97b, ἐμπειρία Diog.Bab.Stoic.3.237, τέχναι Chrysipp.Stoic.3.26, ἕξις Hero Def.137.4, αἱ καταλήψεις αὐτῶν (sc. τεχνῶν) οὐκ εἰσὶν ἀμετάπτωτοι los conocimientos de las otras partes no son invariables Luc.Par.28 (pero cf. I 2), τίς ἂν διορίζοι τὰς εὐκράτους, αἵπερ εἰσὶν ἀμετάπτωτοι; ¿quién podría definir las zonas templadas, que son invariables? Str.2.2.2., λέγεται ... ἐνεγκεῖν τὴν συμφορὰν ... τῷ ... ἀμεταπτώτῳ τοῦ σχήματος se dice que soportó su desgracia con aspecto inalterable I.AI 19.269
•tb. en sup. λόγον τὸν ἀμεταπτωτοτάτας ποιοῦντ[α] πίστεις Phld.Rh.1.378
•homogéneo, constante, que coincide siempre consigo mismo de la línea recta ἡ εὐθεῖα ἀμετάπτωτός ἐστι παρὰ τὰς ἄλλας γραμμάς la línea recta comparada con las otras es homogénea (e.d. si se sobrepone a otra recta coincide con ella), Hero Metr.proem.p.4.14
•subst. τὰ ἀ. lo invariable Str.2.3.2
•longitudes fijas Str.2.4.7.
2 fil. de palabras que significan ‘ciencia’ o ‘conocimiento’, gener. acompañado de ὑπὸ λόγου irrefutable, incontrovertible, científico, averiguado con certeza εἶναι τὴν ἐπιστήμην κατάληψιν ἀσφαλῆ καὶ ἀμετάπτωτον ὑπὸ λόγου que es la ciencia un conocimiento seguro e irrefutable por argumentaciones Zeno Stoic.1.20, κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος, ἀ. ὑπὸ λόγου Ph.1.539, ἐπιστήμη γὰρ πλέον ἐστὶ τέχνης, τὸ βέβαιον καὶ ἀ. ὑπὸ λόγου προσειληφυῖα Ph.1.539, ἐπιστήμη μέν ἐστιν ἕξις ἀ. λογική Sch.D.T.112.35, cf. 113.1
•op. εὐμετάπτωτος: ἡ μὲν γὰρ ἐπιστήμη βέβαιόν τι καὶ ἀ. πρᾶγμα εἶναι θέλει S.E.P.2.214
•en otros usos ἄλλος, εἰ κατὰ μεταφορὰν εἴρηκεν, οἷον εἰ τὴν ἐπιστήμην ἀμετάπτωτον ἢ τὴν γῆν τιθήνην otra (regla es) si ha usado una metáfora, como por ejemplo, si ha llamado a la ciencia «incontrovertible» o a la tierra «nodriza» Arist.Top.139b33, πᾶσα ἕξις ἀμετάπτωτος ἀπὸ ἀληθοῦς εἰς φεῦδος ἐπιστήμη la ciencia es todo estado que no cambia de la verdad a la mentira e.d. todo estado de conocimientos incontrovertibles, Alex.Aphr.in APr.263.1.
3 infalible ποῦ γὰρ ὁ ἀ.; ¿dónde está el hombre infalible? M.Ant.5.10, δύναμις (de un medicamento), Gal.12.422, πρόγνωσις ἔσται σοι βεβαιοτάτη καὶ ἀ. Gal.17(1).850.
II adv. -ως irreprochable, invariablemente, con seguridad βεβαίως καὶ ἀμεταπτώτως Polystr.30.9, εἰλικρινῶς καὶ ἀ. Phld.Rh.1.158, καλῶς καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.566.8, cf. tb. Plu.Dio 14.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umschlagend, unwandelbar, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀμ. Plat. Tim. 29 b; φίλος ἀμ. καὶ βέβαιος Plut. Symp. 4 prooem.; καταλήψεις, zuverlässige, wahre Begriffe, Luc. Paras. 28. – Adv., Plut. Dion. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fait pas défaut, fixe, ferme, constant.
Étymologie: ἀ, μεταπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάπτωτος: непоколебимый, незыблемый, неизменный (λόγοι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; φίλος, κρίσις, δόξα Plut.; καταλήψεις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπτωτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος, ἀμετάβλητος, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀμ. Πλάτ. Τίμ. 29Β· ἐπιστήμη Ἀριστ. Τοπ. 6. 2,3· ἡ ἀρετὴ ὁ αὐτ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 659F: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Δίων 14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάπτωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ά- στερητ. + μεταπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία.