προσιππεύω

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιππεύω Medium diacritics: προσιππεύω Low diacritics: προσιππεύω Capitals: ΠΡΟΣΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: prosippeúō Transliteration B: prosippeuō Transliteration C: prosippeyo Beta Code: prosippeu/w

English (LSJ)

ride up to, charge, Th.2.79; τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, etc., Plu.Pyrrh.16, Mar.25, etc.

German (Pape)

[Seite 766] hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, ἱππεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ιππεύω te paard aan komen rijden (naar), met dat.: τῷ ποταμῷ naar de rivier Plut. Pyrrh. 16.6.

Russian (Dvoretsky)

προσιππεύω: подъезжать верхом, aor. прискакать (τινί Plut.): οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным.

Greek Monolingual

Α ἱππεύω
τρέχω έφιππος εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο.

Greek Monotonic

προσιππεύω: μέλ. -σω, ιππεύω εναντίον, εφορμώ, κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσιππεύω: ἱππεύω πρός..., ἐπιπίπτω, κάμνω ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.

Middle Liddell

fut. σω
to ride up to, charge, Thuc., Plut.