λαοσεβής

From LSJ
Revision as of 13:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

ές,

A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

German (Pape)

[λᾱ], ἥρως, vom Volke verehrt, Pind. P. 5.89.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

English (Slater)

λᾱοσεβής honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευσεβής, θεοσεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λᾱο-σεβής, ές σέβω
worshipped by the people, Pind.