κύπειρος

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπειρος Medium diacritics: κύπειρος Low diacritics: κύπειρος Capitals: ΚΥΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: kýpeiros Transliteration B: kypeiros Transliteration C: kypeiros Beta Code: ku/peiros

English (LSJ)

ὁ, = κύπειρον (galingale, Cyperus longus, Cyperus rotundus), h.Merc. 107, Ar. Ra. 243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr. HP 1.8.1, and 10.5, Theoc. 1.106.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasserpflanze oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.

Russian (Dvoretsky)

κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.

Greek (Liddell-Scott)

κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.

Greek Monolingual

ο, η (Α κύπειρος)
βλ. κύπερη.

Greek Monotonic

κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]