νοικοκυρά

From LSJ
Revision as of 05:47, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

νοικοκύρης, ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκεράνοικοκύρης και νοικοκύρις)
οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης
2. σύζυγος
3. κύριος, αφέντης κάποιου
4. αυτός που έχει οικονομική άνεση, ευκατάστατος («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)
5. συνετός διαχειριστής τών υποθέσεων του οίκου, οικονόμος
6. (το αρσ.) καλός οικογενειάρχης
7. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει πολύ για την τάξη και ευπρέπεια του σπιτιού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης - κύριος). Το -ν- του τ. οφείλεται στην στενή συνεκφορά της λ. οικοκύρης με την αιτ. του άρθρου: τον οικοκύρη > νοικοκύρη > νοικοκύρης].


Translations

housekeeper

Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل‎ al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: huishoudster; Finnish: emäntä; French: ménagère; German: Hausfrau, Haushälterin, Haushälter; Greek: οικονόμος, νοικοκυρά; Ancient Greek: διοικήτρια, οἰκονόμος, οἰκουρός; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: casalinga; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: dona de casa; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: домработница, экономка; Spanish: ama de casa; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia