θυμο-
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
(ΑΜ θυμό-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο-βαρής, θυμο-λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμόβολώ, θυμόκλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο-ειδής, θυμο-κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε του «ψυχή» (πρβλ. θυμο-βάρβαρος) είτε του «θυμός» (πρβλ. θυμο-κράτωρ).
ΣΥΝΘ. θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφος
αρχ.
θυμοβαρής, θυμοβορώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμοκτόνος, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώ
αρχ.-μσν.
θυμοβάρεια
μσν.
θυμοβάρβαρος, θυμοβολώ, θυμοκράτωρ, θυμόκλωστος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτερπής, θυμοτολμία
νεοελλ.
θυμοσοφία].