σταφυλῖνος

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλῖνος Medium diacritics: σταφυλῖνος Low diacritics: σταφυλίνος Capitals: ΣΤΑΦΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: staphylînos Transliteration B: staphylinos Transliteration C: stafylinos Beta Code: stafuli=nos

English (LSJ)

ὁ, and (in Numen. ap. Ath.9.371c) ἡ,
A carrot, Hp.Steril. 242, Nic.Fr.71; σταφυλῖνος κηπευτός, cultivated carrot, Daucus carota, Dsc. 3.52; σταφυλῖνος ἄγριος, wild carrot, Daucus guttatus, ibid.; σταφυλῖνος χλωρός Aët. 12.42.
2 = βρυωνία, Crateuas ap.Sch.Nic.Th.858.
II σταφυλῖνος, ὁ, an insect, about the size of the σφονδύλη (perhaps the Meloë), Arist. HA604b18, Hippiatr.119, Hsch.

German (Pape)

[Seite 931] ὁ u. ἡ, der Pastinak, Diosc.; ἀγριάς, Numen. bei Ath. 371 c; – ὁ στ., ein Insekt, von der Größe der σπονδύλη, Arist. H. A. 8, 24.

Russian (Dvoretsky)

στᾰφῠλῖνος: v.l. σταφύλινος ὁ стафилин (предполож. нарывник - Meloe, насекомое, близкое к шпанской мушке) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλῖνος: ὁ, καὶ (Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C) ἡ, εἶδος δαυκίου ἢ ἴσως κοκκινογουλίου, Ἱππ. 686. 37, Νίκ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. 2) = βρυωνία, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858. ΙΙ. σταφυλῖνος, ὁ, ἔντομον ἔχον περίπου τὸ μέγεθος τῆς σφονδύλης (ὁ Sundev. νομίζει ὅτι εἶναι ἡ Meloë), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / σταφυλῖνος, ΝΜΑ
γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες
αρχ.
1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῖνος κηπευτός», Διοσκ.
β. «σταφυλῖνος ἄγριος»
Διοσκ.)
2. το φυτό βρυωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακῖνος, κυπρῖνος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλῖνος -ου, ὁ [σταφυλή] wortel (groente).