χονδρίλη

From LSJ
Revision as of 20:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδρίλη Medium diacritics: χονδρίλη Low diacritics: χονδρίλη Capitals: ΧΟΝΔΡΙΛΗ
Transliteration A: chondrílē Transliteration B: chondrilē Transliteration C: chondrili Beta Code: xondri/lh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, gum succory, Chondrilla juncea, ib.133, Gal.6.622, al., Hsch. (χονδρίλλη v.l. in Dsc. l. c.; χόνδρυλλα cj. in Thphr.HP7.7.1, 7.11.4, cf. Plin.HN21.105); ἕτερον εἶδος χονδρίλης, Chondrilla ramosissima, Dsc. l. c.

German (Pape)

[Seite 1364] od. χονδρίλλη, auch χόνδριλλα, eine Pflanze, die ein Gummi ausschwitzt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χονδρίλη: [ῖ], ἡ, εἶδος σέριδος ἀγρίας ἢ κιχορίου, Διοσκ. 2. 161, Γαλην., κλπ. - Ὁ τύπος οὗτος φέρεται πεντάκις παρὰ Γαληνῷ καὶ Ἡσύχ.· ὁ τύπος κονδρίλλη παρὰ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., condrillon ἢ condrille παρὰ Πλινίῳ 22. 45, πρβλ. 21. 52 καὶ 65· ἐν ᾧ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, ὁ Schneid. γράφει χόνδρυλλα.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
είδος φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + επίθημα -ίλη (πρβλ. κον-ίλη). Η λ. απαντά και με τις γρφ. χονδρίλλη, χόνδρυλλα. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chondrilla].