κρούπαλα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τά, = κρούπεζαι.
German (Pape)
[Seite 1514] τά, auch κρ ούπανα, κρούπετα u. κρούπεζα genannt, hohe hölzerne Schuhe, die man bes. in Böotien trug; man trat damit auch die Oelbeeren aus; u. auf dem Theater trug sie der Flötenspieler, um mit ihnen den Takt anzugeben; ἀμφίλινα Soph. frg. 43; Poll. 7, 87 u. a. VLL, – Auch = κρόταλον, Phot.
Greek Monolingual
κρούπαλα, τὰ (Α)
κρούπεζαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. της λ. κρούπεζαι, (αἱ), με επίθημα -αλον/αλα (πρβλ. κρότ-αλα)].
Russian (Dvoretsky)
κρούπᾰλα: τά деревянная обувь Soph.