Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μινυνθάδιος

From LSJ
Revision as of 15:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μινυνθάδιος Medium diacritics: μινυνθάδιος Low diacritics: μινυνθάδιος Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: minynthádios Transliteration B: minynthadios Transliteration C: minynthadios Beta Code: minunqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A short-lived, μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Il.15.612, cf. Od.19.328; μ. νοῦσος, ὕπνος, A.R.2.856, 3.690; μαζοί Tryph.603: Comp. -ώτερος, ἄλγος Il.22.54. II later, small, μ. γαίης Emp.85; μινυνθαδία· ἡ σελήνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν, Od. 19, 328; μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνθαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure peu, qui vit peu;
Cp. μινυνθαδιώτερος.
Étymologie: μίνυνθα.

Russian (Dvoretsky)

μῐνυνθάδιος: (ᾰ)
1 недолгий, непродолжительный (αἰών, ἄλγος Hom.);
2 недолговечный (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν ἔσσεσθαι Hom. недолго предстояло жить (Гектору).

Greek (Liddell-Scott)

μινυνθάδιος: -α, -ον, βραχυχρόνιος, βραχύβιος, μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Ἰλ. Ο. 612, πρβλ. Ὀδ. Τ. 328. - Συγκρ. -ιώτερος, Ἰλ. Χ. 54.

English (Autenrieth)

comp. -διώτερος: lasting but a little while, brief, Il. 22.54, Il. 15.612.

Greek Monolingual

μινυνθάδιος, -ία, -ον (Α)
1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιοςμινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», Ομ. Ιλ.)
2. μικρός
3. το θηλ. ως ουσ.μινυνθαδία
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ- του επιρρ. μίνυνθα + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυφ-άδιος)].

Greek Monotonic

μῐνυνθάδιος: -α, -ον, βραχύβιος, σε Όμηρ.· συγκρ. μινυνθαδιώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μῐνυνθάδιος, η, ον
shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.