μόναυλος

From LSJ
Revision as of 14:27, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόναυλος Medium diacritics: μόναυλος Low diacritics: μόναυλος Capitals: ΜΟΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mónaulos Transliteration B: monaulos Transliteration C: monavlos Beta Code: mo/naulos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλός) A player on the single flute, Hedyl. ap.Ath.4.176c. 2 μόναυλος (sc. κάλαμος), ὁ, flute, S.Fr.241, Anaxandr.18, cf. 51, Arar.13. II as adjective Pass., played on a single flute, μόναυλον μέλος Sopat.2.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, eine Art Flöte, bes. in Alexandrien, die vielleicht nur einen Ton angab, Ath. IV, 175, mit Belegen aus Soph. u. den comic.; auch τὸ μόναυλον μέλος, aus Sopat., vgl. Poll. 4, 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait un solo de flûte;
2 qui chante ou joue sur un seul ton ; subst.μόναυλος sorte de flûte égyptienne.
Étymologie: μόνος, αὐλός.

Greek (Liddell-Scott)

μόναυλος: ὁ, (αὐλὸς) ὁ παίζων ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, αὐλητής, Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 176C. 2) μόναυλος, (ἐξυπακ. κάλαμος), ὁ, αὐλός, «φλογέρα», μόναυλον ηὔλουν Ἀναξανδρ. ἐν «Θησεῖ» 2, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιαλοφόρῳ» 1, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 1· οἱ αὐλοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν διπλοῖ, ἴδε αὐλός. ΙΙ. ὡς παθ. ἐπίθετ., ὁ παιζόμενος ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, μόναυλον μέλος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 176Α.

Greek Monolingual

μόναυλος, ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό
2. είδος αυλού
3. ως επίθ. μόναυλος -ον
αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + αὐλός (πρβλ. δί-αυλος)].

Greek Monotonic

μόναυλος: ὁ, αυτός που παίζει μονό (από ένα καλάμι) αυλό, σε Αθήν.

Middle Liddell

μόναυλος, ὁ,
a player on the single flute, Ath.