Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριάς

From LSJ
Revision as of 18:07, 6 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐάς Medium diacritics: τριάς Low diacritics: τριάς Capitals: ΤΡΙΑΣ
Transliteration A: triás Transliteration B: trias Transliteration C: trias Beta Code: tria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (τρεῖς)
A the number three, triad, Ion Hist.12 note, Pl. Phd.104a, al.; on its significance in the Pythagorean philosophy, v. Arist.Cael.268a13, Metaph.1081a34, b12; τρισσὴν . . ἐτέων τριάδα (sc. γεγονώς), i. e. nine years old, Syria 5.338 (Sidon); τριὰς ἡ ἀκατονόμαστος, of the mystical Man from heaven (θεόςἄγγελοςἄνθρωπος παθητός), Zos.Alch.p.230 B.
2 ἡ τριάς = group of three days, τελευτᾷ ἐν τῇ πρώτῃ τ. Thphr.Vent.49; the third day, Ph.1.13.
3 system of three strophes, Heph.p.61C.
4 ἡ ἁγία Τριάς = the holy Trinity, Cod. Just.1.1.5.2, etc.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre trois, groupe de trois.
Étymologie: τρεῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριάς -άδος, ἡ [τρεῖς] drietal, het getal drie.

German (Pape)

άδος, ἡ, die Drei, Dreizahl, Plat. Phaed. 104a und Folgde; Dreieinigkeit, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τριάς: άδος ἡ число три, тройка, троица Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τριάς: -άδος, ἡ, (τρεῖς) ὁ ἀριθμός τρία, τριάς, Πλάτ. Φαίδων 104Α, κ. ἄλλ.· περὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀριθμοῦ τούτου ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1. 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 6, 3 κἑξ., 12. 7, 7 κἑξ. 2) ἡ τριάς, ἡ τρίτη ἡμέρα, Φίλων 1. 13. ΙΙ. ἡ Ἁγία Τριάς, αἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος, θεός, λόγος, σοφία, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 2, 15, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 156. 764D, Ἱππόλ. 821Β, Ὠριγέν. Ι, 49C. 160. 401. 403. II. 125, 365, III, 1345, Εὐσέβ. VI, 716C, Ἀθαν. Ι, 220. 464. ΙΙ, 48C, κλπ., Γρηγ. Ναζ. Ι, 1221C, III, 413, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 20, ΙΙ, 1105D, Ἰω Χρυσ. Ι, 502D, 514. κλπ., ἴδε Suic r.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, η, ΝΜΑ
βλ. τριάδα.
(II)
-ᾱντος, ό Α
1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο της λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές
2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη
λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα')».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. του λατ. triens «τρίτο, τριτημόριο» (< tres)].

Greek Monotonic

τριάς: -άδος, ἡ (τρεῖς), ο αριθμός τρία, τριάδα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τριάς, άδος, τρεῖς
the number three, a triad, Plat.

English (Woodhouse)

the number three

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

triad

Bulgarian: тройка; Czech: triáda; Esperanto: triopo; Finnish: kolmikko; French: triade, trio; Galician: tríade; German: Triade; Greek: τριάδα; Italian: triade; Norwegian: trio, triade; Occitan: triada; Russian: триада; Spanish: tríada; Swedish: trio, triad; Turkish: üçlü