ὀβολοστάτης
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from στῆσαι, = δανεῖσαι; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολοστάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολοστατική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v.l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
Greek Monolingual
ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμοστάτης, λυχνοστάτης].
Greek Monotonic
ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), ἡ, το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.
Translations
usurer
Azerbaijani: müamiləçi, sələmçi; Bulgarian: лихвар; Chinese Mandarin: 高利貸/高利贷; Czech: lichvář; Danish: ågerkarl; Dutch: woekeraar, woekeraarster; Esperanto: uzuranto, viruzuranto, uzurantino, uzuristo, viruzuristo, uzuristino, uzurulo, viruzurulo, uzurulino, procentegisto, virprocentegisto, procentegistino, procentegulo, virprocentegulo, procentegulino; Finnish: koronkiskuri; French: usurier, usurière; Galician: usureiro, usureira; Georgian: მევახშე; German: Wucherer, Wucherin, Kredithai, Zinswucherer; Greek: τοκογλύφος; Ancient Greek: δανειοκόπος, ὀβολοστάτης, ὀβολοστάτις, τοκιστής, τοκίστρια, τοκογλύφος, χρήστης; Hungarian: uzsorás; Indonesian: rentenir; Italian: usuraio, usuraia, strozzino, strozzina; Japanese: 高利貸し; Latin: toculio, danista; Macedonian: лихвар; Maori: kaiwhakatuputupu moni; Norwegian Bokmål: ågerkar, ågerkarl; Nynorsk: ågerkar; Polish: lichwiarz; Portuguese: usurário, usureiro, agiota; Romanian: cămătar, cămătăreasă, uzurar; Russian: ростовщик, ростовщица, процентщик, процентщица; Serbo-Croatian Cyrillic: лихвар; Roman: lihvar; Slovak: úžerník; Spanish: usurero, usurera; Swedish: ockrare; Tagalog: buwayang-lubog, buwaya sa katihan; Turkish: tefeci, murabahacı; Ukrainian: лихвар, лихварка; Volapük: vukan, hivukan, jivukan