παραφορέω

From LSJ
Revision as of 18:44, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορέω Medium diacritics: παραφορέω Low diacritics: παραφορέω Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΕΩ
Transliteration A: paraphoréō Transliteration B: paraphoreō Transliteration C: paraforeo Beta Code: parafore/w

English (LSJ)

A = παραφέρω, set before, τινί τι Ar.Eq.1215:— Pass., Hdt.1.133.
2 Med., παραφοροῦμαι = accumulate, Pl.Lg.858b.
3 Pass., παραφοροῦμαι = be borne before, Hdt. 1.133.2.

German (Pape)

[Seite 506] = παραφέρω; ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, vorsetzen. Ar. Equ. 1215; παραφορέεται., Her. 1, 133; u. med., für sich zusammentragen, sammeln, παραφορήσασθαι χύδην, Plat. Legg. IX, 858 b.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter devant, τινι.
Étymologie: παρά, φορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφορέω [παράφορος] act. aandragen:. ἅπαντα... σοι παρέφορουν ik bracht je alles Aristoph. Eq. 1215. med. verzamelen.

Russian (Dvoretsky)

παραφορέω: (= παραφέρω
1 преподносить, подносить, подавать (τινί τι Arph.);
2 med. сносить в одно место, нагромождать (χύδην Plat.).

Greek Monotonic

παραφορέω: μέλ. -ήσω, = παραφέρω, τοποθετώ εμπρός, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορέω: παραφέρω, φέρω καὶ θέτω ἐμπρός τινος, παρατίθημι, ἅπαντα γάρ σοι παρεφόρουν, «ὅλα εἰς ἐσένα τὰ ἔφερνα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1215. - Παθ., Ἡρόδ. 1, 133. 2) Μέσ., συλλέγω, συνάγω, Πλάτ. Νόμ. 858Β.

Middle Liddell

fut. ήσω, = παραφέρω
to set before, τί τινι Ar.:—Pass., Hdt.