ῥημάτιον

From LSJ
Revision as of 17:58, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥημάτιον Medium diacritics: ῥημάτιον Low diacritics: ρημάτιον Capitals: ΡΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rhēmátion Transliteration B: rhēmation Transliteration C: rimation Beta Code: r(hma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥῆμα, pet phrase, phrasicle, Ar. Ach.444,447, Nu.943:—also ῥηματίσκιον, τό, Pl.Tht.180a, Them. Or.21.253c.

German (Pape)

[Seite 840] τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, petite phrase.
Étymologie: dim. de ῥῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ῥημάτιον: (ᾰ) τό словечко Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥῆμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 444. 447, Νεφ. 943· -ὡσαύτως ῥημᾰτίσκιον, τό, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥῆμα, -ατος]
(υποκορ. τ. του ρήμα)
1. μικρή λέξη ή φράση
2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση
3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση
4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία.

Greek Monotonic

ῥημάτιον: τό, υποκορ. του ῥῆμα, χαϊδευτική διατύπωση, περίφραση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥημάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥῆμα
a pet phrase, phrasicle, Ar.