δαιδαλόχειρ

From LSJ
Revision as of 10:32, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδᾰλόχειρ Medium diacritics: δαιδαλόχειρ Low diacritics: δαιδαλόχειρ Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΧΕΙΡ
Transliteration A: daidalócheir Transliteration B: daidalocheir Transliteration C: daidalocheir Beta Code: daidalo/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος, cunning of hand, AP6.204 (Leon.).

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος artista Θῆρις ὁ δ. AP 6.204 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 514] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
aux mains habiles.
Étymologie: δαίδαλος, χείρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόχειρ: χειρος adj. искусный, умелый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.

Greek Monolingual

δαιδαλόχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει έμπειρο χέρι.

Greek Monotonic

δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει επιδεξιότητα, αυτός που έχει ικανά χέρια, δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

cunning of hand, Anth.