Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Πειθώ

From LSJ
Revision as of 08:48, 24 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πειθώ Medium diacritics: Πειθώ Low diacritics: Πειθώ Capitals: ΠΕΙΘΩ
Transliteration A: Peithṓ Transliteration B: Peithō Transliteration C: Peitho Beta Code: *peiqw/

English (LSJ)

gen. όος, contr. πειθοῦς, ἡ, Ion. acc. πειθοῦν (v. infr. 11.3):—A Πειθώ = Persuasion as a goddess, Hes. Op. 73, Th. 349, Sapph. 135, Ibyc.5, Pi.P. 9.39, Fr.123.10, A. Supp. 1040 (lyr.), Men. Epit. 338, Hermesian. 11, Paus. 1.22.3, 2.7.7; Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Hdt.8.111; Π. καὶ Βία Plu. Them.21. II as Appellat., persuasiveness, πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A. Pr. 173 (anap.), etc.; π. τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, of Pericles, Eup.94.5; ἀργύριον παρά του πειθοῖ λαβών X. Mem. 1.7.5; πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική Pl. Grg.453a; δύο εἴδη πειθοῦς, τὸ μὲν πίστιν παρεχόμενον ἄνευ τοῦ εἰδέναι, τὸ δ' ἐπιστήμην ib.454e; πειθοῖ καὶ βίᾳ = by persuasion or compulsion, Id.Lg. 722b; μετὰ πειθοῦς ib.720d. 2 persuasion in the mind, A.Ag.385 (lyr.). 3 means of persuasion, inducement, E. IA104; πειθώ τινα ζητεῖν Ar. Nu. 1398; κοίην οὐ προσήγαγον πειθοῦν αὐτῷ; Herod.6.75. 4 obedience, X. Cyr.2.3.19, 3.3.8, Hierocl. in CA5p.427M.; τῶν παρηγγελμένων POxy.474.37 (ii A.D.).

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
Peithô, déesse de la persuasion ou de l'éloquence.
Étymologie: v. πειθώ.

German (Pape)

[Seite 544] όος, zsgzgn οῦς, ἡ, Peitho, die Göttinn der Überredung oder Überzeugung, s. nom. propr.; die Gabe der Überredung, überzeugende Beredtsamkeit, νῦν γὰρ ἀκμάζει πειθὼ δολία Aesch. Ch. 715, μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν Prom. 172; Soph. El. 552 Tr 658; πειθὼ εἶχον τήνδε, Eur. I. A. 104; πειθώ τινα ζητεῖν, Überredungskunst, Ar. Nubb. 1380; auch in Prosa: Thuc. 3, 53; εἴ περ τυγχάνει γε οὖσα καὶ σμικρὰ πειθώ τις περὶ τὰ τοιαῦτα, Plat. Legg. X, 890 d; πειθ οῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική, Gorg. 453 a; πειθοῖ καὶ βίᾳ einander entgeggstzt Legg. IV, 722 b; Xen. παρά του πειθοῖ λαβών, Mem. 1, 7, 5; Folgde; πολλοὺς πειθοῖ ποιήσας ὑπηκόους Pol. 2, 1, 7, wie πολλοὺς πειθοῖ καὶ λόγῳ προσηγάγετο 2, 38, 7; Plut. u. a. Sp. Auch Gehorsam, Xen. Cyr. 2, 3, 19 u. A.

Russian (Dvoretsky)

Πειθώ: οῦς ἡ Пито
1 дочь Океана и Тефии Hes.;
2 дочь Афродиты, богиня убеждения и красноречия Her., Trag., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

Πειθώ: γεν. όος, συνηρ. οῦς, ἡ, ὡς θεότης, Λατ. Suada, Suadela, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 73, Θ. 349, καὶ Τραγ.· Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Ἡρόδ. 8. 111· Π. καὶ Βία Πλουτ. Θεμιστ. 21. Εἶναι δὲ αὕτη θυγάτηρ τῆς Ἀφροδίτης, Σαπφὼ 133, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040, πρβλ. Ἴβυκ. 4, Πινδ. Π. 9. 70· κατετάσσετο μεταξὺ τῶν Χαρίτων κατὰ τὸν Ἑρμησιάνακτα παρὰ Παυσ. 9. 35, 5, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 88. 13· καὶ εἶχε ναοὺς ἐν Ἀθήναις, Κορίνθῳ κ. ἀλλ., ὁ αὐτ. 1. 22, 3., 2. 4, 6. ΙΙ. ὡς προσηγορ., ἡ δύναμις τοῦ πείθειν, καταπειστικὴ εὐγλωττία, τὸ καταπείθειν, κατάπεισις, πειστικότης, πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν Αἰσχύλ. Πρ. 172, κτλ.· πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6· πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορικὴ Πλάτ. Γοργ. 453A· χρῆσθαι πρὸς τὰς νομοθεσίας πειθοῖ καὶ βίᾳ Πλάτ. Νόμ. 722B, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 5· μετὰ πειθοῦς Πλάτ. Νόμ. 720D. 2) ἡ ἐνδόμυχος πεποίθησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 385. 3) μέσον καταπείσεως, ἐπιχείρημα λογικόν, Εὐρ. Ι. Α. 140· πειθώ τινα ζητεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1398. 4) εὐπείθεια, ὑπακοή, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 19., 3. 3, 8. πεῖκος, πείκω, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πέκος, πέκω. πεῖν, τύπος μεταγενέστ. καὶ οὐχὶ ὀρθὸς ἀντὶ πιεῖν, πίνειν, Ἀνθ. Π. 11. 114.

English (Slater)

Πειθώ (-ώ, -οῦς.)
1 Persuasion, esp. that exercised by love. ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. because of her love for Jason (P. 4.219) “κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” (P. 9.39) πολύξεναι νεάνιδες, ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ i. e. temple prostitutes of Aphrodite fr. 122. 2. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα fr. 123. 14.

Greek Monotonic

Πειθώ: γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, ,
I. η Πειθώ ως θεότητα, Λατ. Suada, Suadela, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ.
II. 1. ως προσηγορικό, η δύναμη της Πειθούς, πειστική ευγλωττία, πειστικότητα, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. ενδόμυχη πεποίθηση, σε Αισχύλ.
3. μέσα πειθούς, παρότρυνση, επιχειρηματολογία, σε Ευρ., Αριστοφ.
4. υπακοή, σε Ξεν.

Middle Liddell


I. Peitho, Persuasion as a goddess, Lat. Suada, Suadela, Hes., Hdt., Trag.
II. as appellat., the faculty of persuasion, winning eloquence, persuasiveness, Aesch., Plat., etc.
2. a persuasion in the mind, Aesch.
3. a means of persuasion, inducement, argument, Eur., Ar.
4. obedience, Xen.

Wikipedia EL

Στην ελληνική μυθολογία η Πειθώ ήταν η θεά που προσωποποιούσε την πειθώ, τη μεγάλη και πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου και της ρητορικής.

Η Πειθώ ωστόσο εμφανίζεται αρχικώς ως θεότητα όχι του λόγου, αλλά της ερωτικής δράσεως, δηλαδή του έρωτα και του γάμου. Αναφέρεται, κάπως συγκεχυμένα, ως κόρη της Αφροδίτης και του Ερμή.

Η Πειθώ λατρευόταν άλλοτε ως αυτόνομη θεότητα και άλλοτε ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ιμέρου, των Ωρών και των Χαρίτων. Σπανιότερα το κύριο όνομα «Πειθώ» απαντάται ως επίθετο και θρησκευτική επίκληση της θεάς Αφροδίτης και της θεάς Αρτέμιδος.

Στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού γάμου, η σχέση της Πειθούς ήταν βαθύτερη, επειδή ο γαμβρός έπρεπε να διαπραγματευθεί με τον πατέρα της υποψήφιας νύφης (και να τον πείσει) ως προς τα οικονομικά του προκειμένου να την παντρευτεί. Οι πιο επιθυμητές γυναίκες προσέλκυαν πολλούς υποψήφιους μνηστήρες και ο πειστικός λόγος καθόριζε συχνά τον βαθμό επιτυχίας τους (πρβλ. και την ομοιότητα των λέξεων «πειθώ» και «πόθος»)

Η αντίστοιχη της Πειθούς στη ρωμαϊκή μυθολογία ήταν η Σουαδέλα. Εξάλλου, με το όνομα Πειθώ απαντάται και μία από τις Ωκεανίδες (η Θεογονία αναφέρει ακόμα και τη θεά ως κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος).

Wikipedia EN

In Greek mythology, Peitho (Ancient Greek: Πειθώ, romanized: Peithō, lit. 'Persuasion' or 'winning eloquence') is the goddess who personifies persuasion. Her Roman equivalent is Suada or Suadela. She is typically presented as an important companion of Aphrodite. Her opposite is Bia, the personification of force. As a personification, she was sometimes imagined as a goddess and sometimes an abstract power with her name used both as a common and proper noun. There is evidence that Peitho was referred to as a goddess before she was referred to as an abstract concept, which is rare for a personification. Peitho represents both sexual and political persuasion. She is associated with the art of rhetoric.