κατακνάω

From LSJ
Revision as of 17:05, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακνάω Medium diacritics: κατακνάω Low diacritics: κατακνάω Capitals: ΚΑΤΑΚΝΑΩ
Transliteration A: kataknáō Transliteration B: kataknaō Transliteration C: kataknao Beta Code: katakna/w

English (LSJ)

A scrape away, ἀπόκριναι... εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with…, Ar. V.965; -κνήσας (-κνίσας codd.) [τοῦ κηροῦ] τὸ λευκόν Dsc.2.83:— Pass., κατακνησθείην Ar.Eq.771; κηρὸς -κεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022. 2 v. κατακνίζω 11.3.

German (Pape)

[Seite 1354] (s. κνάω), zerschaben, zerkratzen, zerreiben; vom Käse, κατέκνησας Ar. Vesp. 965; Pass., Jucken empfinden.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 gratter, racler;
2 couper en petits morceaux ; partager, distribuer.
Étymologie: κατά, κνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κνάω afschrapen. overal krabben, in tmesis:. κατὰ μὲν χρόα πάντ’ ὀνύχεσσι... κνάσαιο moge jij met je nagels je hele lichaam krabben Theocr. 7.109.

Russian (Dvoretsky)

κατακνάω: досл. сцарапывать, соскребать, перен. утаивать в свою пользу (τί τινι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατακνάω: καταξέω, τέμνω καὶ μερίζω, ἀπόκριναι…, εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἄλαβες, ἂν δὲν διένειμας ἢ κατέξευσας τοὺς τυροὺς διὰ τῆς τυροκνήστεως, Ἀριστοφ. Σφ. 965∙- ὡσαύτως, -κναίω, Θεμίστ. 562Β. Πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ κατακνίζω.

Greek Monotonic

κατακνάω: μέλ. -κνήσω, αποξύνω, απομακρύνω, διώχνω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -κνήσω
to scrape away, make away with, Ar.