σκευασία

From LSJ
Revision as of 18:36, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰσία Medium diacritics: σκευασία Low diacritics: σκευασία Capitals: ΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: skeuasía Transliteration B: skeuasia Transliteration C: skevasia Beta Code: skeuasi/a

English (LSJ)

ἡ, A preparing, dressing, especially of food, ὄψου Id.Ly.209e, Alc.1.117c, Min.316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., modes of dressing, recipes, Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = Com.Adesp.1330. II furniture, ὄνων Callix.2; furnishing, Stoic.1.68.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = σύνθεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparation, apprêt.
Étymologie: σκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).

Russian (Dvoretsky)

σκευᾰσία:
1 приготовление (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);
2 грам. сопоставление (τῶν ὑποκειμένων Sext.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκευάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία
2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.)
νεοελλ.
συσκευασία
αρχ.
1. παρασκευή φαγητού («ὥσπερ περὶ ὄψου σκευασίας οἶσθα δήπου ὅτι οὐκ οἶσθα;», Πλάτ.)
2. προμήθεια επίπλων, επίπλωση
3. στον πληθ. αἱ σκευασίαι
α) τρόπος παρασκευής ενός φαγητού, συνταγή
β) εξαρτήματα, σκευήσκευασία ὄνων», Καλλίξ.)
3. μτφ. σύνθεση, δημιουργίασκευασία τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).

Greek Monotonic

σκευᾰσία: ἡ (σκευάζω), ετοιμασία, παρασκευή, μαγείρεμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰσία: ἡ, (σκευάζω) τὸ παρασκευάζειν, ἑτοιμασία, μάλιστα φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., τρόπος παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. ἔπιπλα, ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.

Middle Liddell

σκευᾰσία, ἡ, σκευάζω
a preparing, dressing, Plat.