καταδακρύω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A bewail, τὴν ἑαυτοῦ τύχην X.Cyr.5.4.31; τινας Id.HG 2.4.22; τινος for one, Suid.: abs., weep bitterly, E.Hel.673.(lyr.), Tim. Pers.151, Plu.Caes.41, etc. II causal, make weep, move to tears, App.Pun.70, BC4.114.
German (Pape)
[Seite 1344] 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.
French (Bailly abrégé)
verser des larmes.
Étymologie: κατά, δακρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δακρύω huilen om, met acc.:; κ. τὴν ἑαυτοῦ τύχην om zijn eigen lot huilen Xen. Cyr. 5.4.31; abs. bittere tranen laten.
Russian (Dvoretsky)
καταδακρύω:
1 заливаться слезами, горько плакать Eur., Plut.;
2 оплакивать (τὴν τύχην Xen.).
Greek Monolingual
καταδακρύω (Α)
1. κλαίω πικρά («ταῦτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τύχην», Ξεν.)
2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ.
Greek Monotonic
καταδακρύω: μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ., κλαίω πικρά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καταδακρύω: θρηνῶ, κλαίω, τὴν τύχην Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31· τινος, διά τινα, Σουΐδ.· ἀπολ., κλαίω πικρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 673, Πλουτ. Καῖσ. 41, κτλ. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ δακρύσῃ, κινῶ εἰς δάκρυα, Ἀππ. Καρχηδ. 70, Ἐμφυλ. 4. 94.
Middle Liddell
fut. σω
to bewail, τὴν τύχην Xen.: absol. to weep bitterly, Eur.