πηγυλίς

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγῠλίς Medium diacritics: πηγυλίς Low diacritics: πηγυλίς Capitals: ΠΗΓΥΛΙΣ
Transliteration A: pēgylís Transliteration B: pēgylis Transliteration C: pigylis Beta Code: phguli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737. II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.

Russian (Dvoretsky)

πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).

English (Autenrieth)

ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδυλίς)].

Greek Monotonic

πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.

Middle Liddell

πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.