ἐπιρράπτω

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρράπτω Medium diacritics: ἐπιρράπτω Low diacritics: επιρράπτω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: epirráptō Transliteration B: epirraptō Transliteration C: epirrapto Beta Code: e)pirra/ptw

English (LSJ)

aor. 2 A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315. 2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.

French (Bailly abrégé)

coudre à ou sur.
Étymologie: ἐπί, ῥάπτω.

German (Pape)

annähen, ansetzen, NT.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρράπτω: нашивать, пришивать (ἐπίβλημα ἐπὶ ἱματίῳ NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.

English (Thayer)

(T Tr WH ἐπιράπτω, see Rho); (ῤάπτω to sew); to sew upon, sew to: ἐπί τίνι (R G; others τινα), Mark 2:21.

Greek Monolingual

ἐπιρράπτω)
ράβω κάτι πάνω σε άλλο, προσθέτω με ραφή, μπαλώνω («οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ», ΚΔ)
αρχ.
1. ράβω μέσα σε κάτιΖεύς... Διόνυσον ἐπέρραφεν ἄρσενι μηρῷ», Νόνν.)
2. συρράπτω, συνδέω.

Greek Monotonic

ἐπιρράπτω: μέλ. -ψω, ράβω ή συρράπτω πάνω σε, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ψω
to sew or stitch on, NTest.