προεκθέω

From LSJ
Revision as of 10:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d. 2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1 выбегать вперед Thuc.;
2 забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῦ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.