προεννέπω

From LSJ
Revision as of 15:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεννέπω Medium diacritics: προεννέπω Low diacritics: προεννέπω Capitals: ΠΡΟΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: proennépō Transliteration B: proennepō Transliteration C: proennepo Beta Code: proenne/pw

English (LSJ)

προὐννέπω (as always in Trag.), proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι… A.Eu..98.

German (Pape)

[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d'avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εννέπω, praes. ook προυννέπω voorspellen, voorzeggen:. προυννέπω τάδε ik voorspel dit Aeschl. Eum. 852. openlijk zeggen, met inf.:; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προυννέπω ik heet de bode hartelijk welkom Soph. Tr. 227; met ὅτι:. προυννέπω δ’ ὑμῖν ὅτι ἔχω μεγίστην αἰτίαν ik verkondig jullie dat ik enorm beschuldigd word Aeschl. Eum. 98.

Russian (Dvoretsky)

προεννέπω: стяж. προὐννέπω (только praes. и impf. προέννεπον)
1 заранее говорить, объявлять, предупреждать: προὐννέπω τάδε Aesch. предупреждаю (вас) об этом; οὐκ ἀκούετε πάλαι προυννέποντά με; Eur. разве вы не слышали, как я давно (уже) объявлял (об этом)?;
2 провозглашать: χαίρειν τινὰ π. Soph. громогласно приветствовать кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.

Greek Monolingual

και προὐννέπω Α
προαναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»].

Greek Monotonic

προεννέπω: συνηρ. προὐννέπω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. προκηρύσσω, ανακοινώνω, σε Αισχύλ., Ευρ.· προεννέπω τινὶ ὅτι..., σε Αισχύλ.· με απαρ., προεννέπω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ δημοσίως τον κήρυκα, σε Σοφ., Ευρ.