τοιουτότροπος

From LSJ
Revision as of 16:39, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιουτότροπος Medium diacritics: τοιουτότροπος Low diacritics: τοιουτότροπος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: toioutótropos Transliteration B: toioutotropos Transliteration C: toioutotropos Beta Code: toiouto/tropos

English (LSJ)

ον, of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de telle sorte, de la même sorte.
Étymologie: τοιοῦτος, τρόπος.

Russian (Dvoretsky)

τοιουτότροπος: такого же вида (типа, рода), в том же роде, подобный же Her., Thuc., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
τέτοιος, τέτοιας λογήςεἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.).
επίρρ...
τοιουτοτρόπως ΝΜΑ
κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιότροπος)].

Greek Monotonic

τοιουτότροπος: -ον, τέτοιος στον τρόπο ή το είδος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

τοιουτό-τροπος, ον,
of such kind, such like, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

of such a kind, of such a sort, of such kind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)