τεκτοσύνη
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ἡ, the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr.1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων AP7.159 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1084] ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gén. pl. épq. τεκτοσυνάων;
ouvrage de charpente ou d'architecture, art de construire.
Étymologie: τέκτων.
Russian (Dvoretsky)
τεκτοσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1 плотничное мастерство Hom., Eur.;
2 мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.
Greek (Liddell-Scott)
τεκτοσύνη: ἡ, τέχνη τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.
English (Autenrieth)
art of the joiner, carpentry, pl., Od. 5.250†.
Greek Monolingual
ἡ, Α τέκτων, -ονος]
1. η τέχνη του τέκτονα, του μαραγκού
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.).
Greek Monotonic
τεκτοσύνη: ἡ, η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.
Middle Liddell
τεκτοσύνη, ἡ,
the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur. [from τέκτων