εὔχαλκος

From LSJ
Revision as of 10:34, 3 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχαλκος Medium diacritics: εὔχαλκος Low diacritics: εύχαλκος Capitals: ΕΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: eúchalkos Transliteration B: euchalkos Transliteration C: eychalkos Beta Code: eu)/xalkos

English (LSJ)

ον, wrought of fine brass or well-wrought in brass (or pointed with brass), στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.

German (Pape)

[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

εὔχαλκος: изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью (στεφάνη, ἀξίνη Hom.; κράνος, ὅπλα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.

English (Autenrieth)

of fine bronze, well mounted with bronze, Il. 20.322.

Greek Monolingual

εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.

Greek Monotonic

εὔχαλκος: -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, καλά επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-χαλκος, ον
wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.