οὐδαμόθεν
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός, from no place, from no side, X.An. 2.4.23; οὐ. προσήκει μοί τινος And.4.34; οὐ. μαθών Pl.Prt.319d; οὐ. ἄλλοθεν Id.Phd.70d.
German (Pape)
[Seite 408] dem πόθεν entsprechend, von nirgendsher, von keinem Orte her; ὅτι οὐδαμόθεν ἄλλοθεν γίγνονται οἱ ζῶντες ἢ ἐκ τῶν τεθνεώτων Plat. Phaed. 70 d; οὐδαμόθεν μαθών Prot. 319 d; οὔτε ἐπέθετο οὐδεὶς οὐδαμόθεν Xen. An. 2; 4, 23.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'aucun côté, de nulle part.
Étymologie: οὐδαμός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
οὐδᾰμόθεν: adv. ни с какой стороны, ниоткуда: ἐπέθετο οὐδεὶς οὐ. Xen. никто ни с какой стороны не нападал; οὐ. ἄλλοθεν Plat. ниоткуда больше; οὐ. μαθών Plat. ниоткуда не получив знаний.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, ἐξ οὐδενὸς μέρους, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 23· οὐδ. προσήκει μοί τινος Ἀνδοκ. 33. 30 οὐδ. μαθὼν Πλάτ. Πρωταγ. 319D· οὐδ. ἄλλοθεν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70D.
Greek Monolingual
(Α οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμόθεν)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμόθεν: επίρρ. του οὐδαμός, από κανέναν τόπο, από καμία πλευρά, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
[adverb of οὐδαμός
from no place, from no side, Plat., etc.