ἀλγινόεις

From LSJ
Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλγῐνόεις Medium diacritics: ἀλγινόεις Low diacritics: αλγινόεις Capitals: ΑΛΓΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: alginóeis Transliteration B: alginoeis Transliteration C: alginoeis Beta Code: a)lgino/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, painful, grievous, Hes.Th.214,226, Mimn.11, Xenoph.2.4, A.R.4.64: in pass. sense, κρόταφος, τένων, Q.S.11.45,57.

Spanish (DGE)

(ἀλγῐνόεις) -εσσα, -εν
• Grafía: graf. ἀλγειν- Sud.
1 doloroso, penoso Πόνος Hes.Th.226, Οἰζύς Hes.Th.214, ὁδός Mimn.11.2, πυκτοσύνη Xenoph.2.4, νόσος AP 7.232 (Antip.Sid.), cf. Stesich.10S.
que trae dolor δαίμων A.R.4.64, κέντρον Nic.Th.769, στάσις Orph.H.33.3.
2 dolorido, doliente κρόταφος Q.S.11.45, cf. 57, γενέθλη Man.6.681.

German (Pape)

[Seite 90] εσσα, εν, schmerzlich, ὀϊζύς Hes. Th. 214; πόνος 226, d. i. mühevoll; νόσος Anyt. 20 (VII, 282); sp. D.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
douloureux.
Étymologie: ἄλγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλγῐνόεις: όεσσα, όεν мучительный, тяжелый (ὀϊζύς, πόνος Hes., νόσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλγῐνόεις: εσσα, εν, (ἄλγος) ὀδυνηρός, θλιβερός, Ἡσ. Θ. 214, 226, Μίμνερμ. 11, Ξενοφάν. 2, 4.

Greek Monolingual

ἀλγινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αλγεινός, οδυνηρός
2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής
3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις].

Greek Monotonic

ἀλγῐνόεις: -εσσα, -εν (ἄλγος), επώδυνος, θλιβερός, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἄλγος
painful, grievous, Hes.